Στὸ διάβα τῆς ἀρθρογραφίας μας ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια διαδικτυακά, ἔτυχε κάποιες φορὲς νὰ συνομιλήσουμε μὲ πιστούς μας ἢ καὶ ρουφιάνους τοῦ ἐχθροῦ ποὺ ψάχνανε ἀφορμὴ γιὰ νὰ μᾶς κλείσουν ἱστολογικὰ προσπαθῶντας νὰ ἀποδείξουν εἴτε ὅτι ἐξαπατᾶμε κόσμο μὲ αὐτὰ ποὺ τοῦ ὑπόσχονται οἱ τελετουργίες μας σὰν τὰ συμβόλαια ἀφιέρωσης τῆς ψυχῆς στὸν Διάβολο εἴτε ὅτι χρηματιζόμαστε γιὰ τὸν ἴδιο λόγο. Δυστυχῶς γιὰ αὐτοὺς ἀπέτυχαν οἰκτρά, διότι ἁπλούστατα δὲν ὑπολόγισαν ὅτι ἔπεσαν πάνω σὲ θρησκευόμενους ἀνθρώπους καὶ ὄχι σὲ τσαρλατάνους σὰν κάποιες χαρτορίχτρες ποὺ ὀρέγονται ἰνδικές ''ψωλὲς'' ὅταν ρίχνουν τα γυφτο-ἀνατολίτικα Ταρώ τους (ἂν καὶ στὸ προηγούμενο ἱστολόγιό μας γράφτηκε ἄρθρο γιὰ τὸ πὼς γιὰ ὅσους περίεργους χωρὶς νὰ δώσουμε συνέχεια σὰν νὰ ἤμασταν γυφτοανατολίτες καὶ ἐμεῖς), ἂν καὶ ἀπὸ Ἰνδία πλευρὰ θὰ παραθέσουμε στὸ τέλος τοῦ παρόντος ἀπαντητικοῦ ἄρθρου μιὰ διδακτικὴ ἱστορία ποὺ πηγαίνει ἐπίσης κόντρα στὶς νεοεποχίτικες καὶ ἀθεϊστικὲς στὴν πραγματικότητα ἀντιλήψεις τοὺς (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Μασονικῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καὶ ἔπειτα) ὅπως θὰ ἀποδείξουμε ἀπὸ τὴν ἀρθρογραφία μας. Αὐτὸ πρακτικὰ σημαίνει μὲ δυὸ λόγια ὅτι κάθε θρησκευόμενο ἄτομο σὰν ἐμᾶς, δὲν περιμένει νὰ ἐκπληρωθεῖ τελετουργικὰ κάποια ἐπιθυμία του ἀπὸ δική του καὶ μόνο προσπάθεια, ἀλλὰ παρὰ μόνο καὶ ἐφόσον τὸ ἐπιτρέψει αὐτὸ ἡ θεότητα ποὺ ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ μεσολαβήσει, γιὰ τὸ λόγο ποὺ τὸ ἐξηγεῖ αὐτὸ ἡ προαναφερθεῖσα ἰνδικὴ ἱστορία ποὺ ἔχει ἐπαληθευθεῖ καὶ προσωπικὰ στὸν ἴδιο τὸν γραφῶν προσφάτως (γιὰ νὰ τοῦ μπεῖ μετὰ ἡ ἰδέα νὰ συντάξει αὐτὸ τὸ ἄρθρο), μὲ ἕνα ἄλυτο (καὶ ἐξαρτημένο ἀπὸ ἄλλους γιὰ νὰ λυθεῖ) ἐμπόδιο ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε χρόνια τώρα (περιορίζοντας καὶ τὶς ἐπαγγελματικὲς ἐπιλογές του) καὶ τὸ ὁποῖο λύθηκε τελικὰ ἀπὸ ἕνα ἄλλο παραπλήσιο ἐμπόδιο ποὺ παρουσιάστηκε μὲ μιὰ σωτήρια τελικὰ ἀτυχία! Καὶ ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἀτυχία ἢ τύχη, ὅλοι γνωρίζουμε ἐκ πείρας ὅτι μιὰ τέτοια ἀπὸ τὶς δύο δὲν εἶναι στὸ δικό μας χέρι γιὰ νὰ συμβεῖ (π.χ. κανεὶς δὲν εὐθύνεται ὁ ἴδιος τοῦ ἂν κάποιος ἄλλος τὸν τρακάρει στὸ δρόμο καὶ σκοτωθεῖ ἢ ὄχι).
Συνοψίζοντας λοιπὸν τὴν ὅλη κατάσταση, θὰ λέγαμε ἀρχικὰ πὼς ἂν ἐκπληρώνονταν ὅλες οἱ ἐπιθυμίες μας μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἀφιερωθήκαμε σὲ κάποιον θεὸ ἢ μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ τὸ θέλαμε ἀρκετὰ αὐτὸ ὅπως διδάσκει τὸ νεοεποχίτικο κίνημα, τότε ἡ ἀνθρώπινη θέληση θὰ ἦταν ἰσχυρότερη ἀπὸ κάθε θεϊκή, ἄρα στὴν πρώτη περίπτωση ὁ κάθε θεὸς θὰ ὑπηρετοῦσε τὰ σχέδια τῶν ἀνθρώπων σὰν νὰ ἦταν κατώτερός τους ἐξουσιαστικὰ ἀντὶ ἐκεῖνοι τὰ δικά του καὶ στὴ δεύτερη δὲν θὰ χρειαζότανε ἡ πίστη σὲ κανέναν θεὸ ἂν μπορούσαμε ἀπὸ μόνοι μας νὰ πετύχουμε αὐτὸ ποὺ θέλουμε μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ θὰ τὸ ἐπιθυμούσαμε πάρα πολύ! Συνεπῶς, εἴτε στὴ μιὰ περίπτωση εἴτε στὴν ἄλλη, θὰ κατασκευάζονταν εἰδωλολατρικὰ θεὸς ποὺ δὲν ὑπάρχει παραγκωνίζοντας τὸν κάθε ὑπάρχοντα ὡς ἑξῆς παραδειγματικά:
Πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο, και γνωστό στη ιστορία, είναι η προσφυγή στη θρησκεία και η ζήτηση της συνδρομής της για την ψυχολογική έξαψη των λαϊκών μαζών στην αντιμετώπιση κρισίμων καταστάσεων, όπως συνέβη μετά την 11η Σεπτ. 2001 στις Η.Π.Α. με την «αντιμετώπιση» της τρομοκρατίας. Η πολιτική γνωρίζει την δυναμική της θρησκείας στην συναισθηματική κινητοποίηση των μαζών και τη δυνατότητα του φανατισμού τους για την αποδοχή κυβερνητικών ενεργειών, που κανείς νηφάλια δεν θα ενέκρινε (γενικευμένη καταστροφή με την μορφή των ναζιστικών αντιποίνων). Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται ιδεολογική χρήση της θρησκείας και του θείου. Ο Θεός επιστρατεύεται, για να υπηρετήσει τις κρατικές επιλογές. Για να εξαφθεί το πάθος του πλήθους, φορτίζεται ο Θεός ανθρωπομορφικά, όπως στην ειδωλολατρική αρχαιότητα. Τα ανθρώπινα πάθη προβάλλονται στο Θεό, που συστρατεύεται, για να υπηρετήσει τους ανθρώπινους στόχους. Έτσι, ακολουθείται η αρχή της Καμπαλά, ότι δεν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο, άλλα ο άνθρωπος τον Θεό! Εδώ ο άνθρωπος μετα-πλάσσει τον Θεό κατά τις ορέξεις του. Όλα, βέβαια, γίνονται ερήμην του Θεού, που δεν είναι δυνατόν να εμπλακεί και ενταχθεί στα άνομα σχέδιά μας. Η «χρήση» όμως, του Θεού και της θρησκείας εξυπηρετεί τον φανατισμό των μαζών και αυτή την μέθοδο ακολουθεί η πολιτική εξουσία από αιώνων...Το δυτικό φεουδαρχικό-ιπποτικό δίκαιο προβλήθηκε στο Θεό, μεταβάλλοντας τον χριστιανισμό σε είδος ειδωλολατρίας, αφού κατασκευάσθηκε Θεός, που δεν υπάρχει. Ο Θεός, έτσι, νοείται όχι ως Πατέρας, «πλήρης οικτιρμών και φιλανθρωπίας», αλλά ως φεουδάρχης – τύραννος και τιμωρός, που ζητεί συνεχώς εκδίκηση. Αυτή η περί Θεού αντίληψη διαποτίζει όλη τη δυτική —κυρίως την καλβινική— νοοτροπία.
- Ορθοδοξία και φανατισμός (Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών)
Εν τέλει ο Διαφωτισμός αμφισβήτησε την ύπαρξη του Θεού, καλλιέργησε την πίστη στη λογική και την εχθρότητα στη δεισιδαιμονία. Ο μηδενισμός και ο αθεϊσμός, υπονόμευσαν την παλαιά τάξη που ήταν η πίστη στον Θεό, το θεμέλιο εκείνων των χριστιανικών κοινωνιών της Ευρώπης. Οι πρωτεργάτες τώρα του Διαφωτισμού σαν τον Βολταίρο, Ρουσσώ, Μοντεσκιέ, Ντιντερό, ντ’ Αλαμπέρ και άλλοι, ήταν όλοι Μασόνοι και οι πρωταγωνιστές της Γαλλικής Επανάστασης σαν τον Ροβεσπιέρο, Δαντών, Μιραμπώ, Μπαρνάβ, Ντεμουλέν, Σαιν Ζύστ και Μαρά. Η λατρεία του ‘’Ορθού Λόγου’’ συγκεκριμένα, εγκαινιάστηκε στην Παναγία των Παρισίων στις 10 Νοεμβρίου 1793. Ο συγκεκριμένος ναός απέφυγε την καταστροφή επειδή στον πλειστηριασμό, στον οποίο την έβγαλαν οι Επαναστάτες, δεν βρέθηκε αγοραστής, ενώ νωρίτερα την είχαν απαλλάξει από τα αγάλματα των αγίων και των βασιλέων. Εκεί ακούστηκε από την Μαγιάρ, χορεύτρια της Όπερας, το άσμα ‘’Ύμνος εις την Ελευθερία’’ των Γκοσιέ και Σενιέ: ‘’Κατέβα, ω Ελευθερία, κόρη της Φύσης, ο λαός κατέκτησε την προαιώνια εξουσία του, στα φανταχτερά ερείπια της παλιάς απάτης, τα χέρια σου ορθώνουν τον βωμό σου’’. Η λατρεία του Υπέρτατου Όντος, δεν είναι πλέον καθόλου θρησκευτική (μια συμβολική αναφορά του Θεού από τη Μασονία) και λιγότερο υλιστική από τις άλλες λατρείες. Οι οπαδοί της δέχονται την αθανασία της ψυχής. Στις 7 Μαϊου 1794 με πρόταση του Ροβεσπιέρου, η Συνέλευση ορίζει να χαραχτεί στο αέτωμα όλων των ναών (σε μερικούς το διατηρούν μέχρι και σήμερα) η ακόλουθη επιγραφή: ‘’Ο γαλλικός λαός αναγνωρίζει την ύπαρξη του Υπερτάτου Όντος και την αθανασία της ψυχής’’. Η εικόνα του όμως είναι θολή, διότι για τους θεϊστές (Δεϊστές ή Ντεϊστές) πρόκειται για έναν θεό χωρίς λόγο και χωρίς αγάπη (σαν να μιλάμε για κάποιο αντικείμενο). Άλλωστε η λατρεία δεν κρατάει και πολύ, όταν μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου επιστρέφουμε κατευθείαν στην πολιτική θρησκεία, όπου ο ‘’νόμος’’ λέει ένας επίτροπος του Διευθυντηρίου είναι ‘’πολιτική θρησκεία’’. Επ’ αυτού, ορισμένοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι η Γαλλική Επανάσταση θέλησε να υποκαταστήσει την επικρατούσα χριστιανική θρησκεία με μια θρησκεία παρόμοιας σχεδόν φύσης, αλλά πιο απλής, πιο φωτισμένης, ένα είδος Χριστιανισμού περισσότερου λιτού. Η θρησκεία δηλώνει το 1795 ο Μπουασύ ντ’ Ανγκλάς, πρέπει να εξαφανιστεί γιατί αποβλακώνει το ανθρώπινο είδος. Για τους Επαναστάτες εκείνους, ο θρησκευτικός φανατισμός είναι μισητός γιατί είναι αντικοινωνικός.
Ἐκτὸς αὐτοῦ καὶ λογικὰ νὰ τὸ βλέπαμε τὸ ὅλο θέμα καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, ἂν πραγματοποιοῦνταν ἔτσι κάθε ἐπιθυμία μας εἴτε ἐπειδὴ θὰ ὑπάκουγε πάντα στὰ θέλω μας ὁ θεὸς ποὺ θὰ ἐπικαλούμασταν εἴτε ἐπειδὴ θὰ τὸ καταφέρναμε ἀπὸ μόνοι μας αὐτὸ μὲ τὴ δύναμη τῆς θέλησής μας, τότε γιὰ παράδειγμα δὲν θὰ χρειαζότανε νὰ ἐργαστεῖ κανεὶς καὶ ποτὲ γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὰ χρήματα ποὺ θέλει ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ζήσει, ἀφοῦ θὰ ἀρκοῦσε μόνο νὰ κλειστεῖ κάποιος σὲ ἕνα δωμάτιο ἐπὶ ὧρες καὶ γιὰ μέρες ὥστε νὰ πάρει αὐτὸ ποὺ θέλει εἴτε προσευχόμενος στὸν θεό του γιὰ νὰ ὑπακούσει στὶς ἐπιθυμίες του θέλοντας καὶ μὴ εἴτε προσπαθῶντας νὰ πετύχει ἀπὸ μόνος του τὸ ἐπιθυμητὸ ἀποτέλεσμα σὰν νὰ ἦταν ὁ ἴδιος τοῦ θεός! Τί ἰσχύει ὅμως στὴν πραγματικότητα ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνεται ἕνας θρησκευόμενος ἄνθρωπος σὰν ἐμᾶς εἴτε εἶναι σατανιστὴς εἴτε χριστιανὸς καὶ σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τοὺς πραγματικοὺς ἀπατεῶνες ποὺ εἶναι παρὰ μόνο οἱ νεοεποχίτες ποὺ σᾶς ἐξαπατᾶνε; Ἂς θυμηθοῦμε τὰ σχετικὰ ἀπὸ τὴν ἀρθρογραφία μας πρὶν προσθέσουμε ἔπειτα καὶ μιὰ διδακτικὴ παραδειγματικὰ ἱστορία ἀπὸ τὴν Ἰνδία ὅπως ἐλέχθη...σε περίπτωση ποὺ ἀναρωτιέται κάποιος γιατί τότε νὰ γίνει σατανιστὴς ἂν δὲν πρόκειται νὰ γίνει πλούσιος γιὰ παράδειγμα ἀγοράζοντας ἕνα λαχεῖο ἂς ποῦμε καὶ ζητήσει μετὰ ἀπὸ τὸν Σατανᾶ νὰ κερδίσει τὸ δικό του τὰ περισσότερα λεφτὰ ἀνάμεσα σὲ χιλιάδες ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ ἀγόρασαν καὶ ἐκεῖνοι εἴτε εἶναι θρησκευόμενοι εἴτε ὄχι...
Στὴν συγκεκριμένη ἐποχή ἡ μαγεία εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἀναζητᾶται ἀδιαλείπτως ἁπὸ ἄτομα ποὺ ἀξίζουν καὶ ποὺ δὲν ἀξίζουν νὰ τὴν βιώσουν, καθῶς εἶναι δυσεύρετη καὶ ἔχει χαθῆ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Οἱ ἐποχὲς ὅπου ἡ μαγικὴ μυσταγωγία κυριαρχοῦσε, ἄρχισαν νὰ ἐκλείπουν ἁπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀναγεννήσεως καὶ σήμερον ἔχουν ἐξαλειφθῆ τελείως, ἐν ὦ ὁ παράγων ποὺ δημιουργοῦσε τὴν μαγεία θεωρεῖται πλέον κάτι τὸ κοινωνικῶς μὴ ἀποδεκτό, ἤτοι τὸ σκοτάδι τοῦ φανατισμοῦ σὲ ἠθικὲς ἀξίες καὶ δόγματα. Καταστάσεις πέραν τῆς ἀνθρώπινης φτωχῆς φύσεως τὶς ὁποίες τὸ ἀνθρωπάριο βίωνε ὡς ἕναν βαθμὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὑλικῆς του πορείας, ὑποστηρίζον τὴν ὕπαρξι καὶ τὴν ἐνέργειά τους μὲ ὅλη του τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὸν φανατισμό. Τὸ δὲ σύστημα καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἡ ὑποταγμένη σὲ αὐτὸ καὶ γαμημένη ἁπ’ αὐτὸ κοινωνία, κυνηγᾶ σήμερον ὡς δαίμονα τὴν ἁγιότητα τῶν ψυχικῶν αὐτῶν καταστάσεων στὴν ἀνθρώπινη συνείδησι, φοβούμενο τὴν ἀπαράμιλλη δύναμι τῆς ἀριστότητος ποὺ μποροῦν νὰ ἐπιφέρουν, ἔναντι τῆς πνευματικῆς παρακμῆς τοῦ χρήματος καὶ τῆς ὕλης ποὺ ἔχουν ἐπιβάλλει καὶ ἡ προσκόλλησι στὴν μαγεία τῶν ἀνωτέρων πεδίων τοῦ ὑποσυνειδήτου καὶ τῆς ψυχῆς, ἤτοι τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, ἀντικαθίσταται μὲ τὴν λογικὴ καὶ τὴν κριτική, καθῶς τὸ ὑπάνθρωπο πολιτισμένο σκουπίδι βλέπει τὰ πράγματα ἁπὸ ἀπόστασι καὶ κατὰ συνέπεια ἀντικειμενικῶς, ὥστε νὰ κρίνη ποιὸ εἶναι σωστὸ καὶ ποιὸ λάθος μὲ βάσι αὐτὰ ποὺ τοῦ ἐδίδαξε τὸ ἐδρεῦον παρακμιακὸ καὶ αἰσχρὸ σύστημα, ὡς δεδομένα.
Ὁ Σατανισμὸς ἔχει ὥς βάσι τὴν ἐξυπηρέτησι τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων ἐν εἴδει Θρησκευτικῆς Λατρείας καὶ τὴν καταστροφὴ οἱασδήποτε ὑπάρξεως ἐμποδίζει τὴν ὕπαρξι αὐτῆς. Αὐτὸ εἶναι καὶ αὐτὸ θὰ παραμείνη. Ὑλιστικὰ ὅπλα ποὺ καθιστοῦν τὶς μάζες, ἁπ’ τὶς ὁποίες οἱ ἐλὶτ τους πρέπει νὰ ἦναι ἀποδεκτές, ὅπως τὸ χρῆμα καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ ἀσφάλεια, δὲν ἠμποροῦν νὰ χρησιμποιηθοῦν ἁπ’ τὸν Σατανισμό, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἰσημερινὸ σύστημα ἁπέχει τόσο ἁπ’ τὴν Φιλοσοφία αὐτοῦ.
Ὁ ἀληθινὸς σκοπὸς τοῦ Σατανιστοῦ δὲν εἶναι ἄλλος ἁπ’ τὴν κατανόησι τῆς θέσεώς του στὸ σύμπαν καὶ ἡ ὑποταγή του σὲ Αὐτὸ ποὺ γνωρίζει πλέον ὅτι εἶναι ἀνώτερό του καὶ σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἦρθε ἁπλῶς γιὰ νὰ τελέση τὸ θέλημά Του στὴν γῆ, ἀποβλέποντας ταυτοχρόνως καὶ στὴν μεταθανάτια Ἀβυσσικὴ ἀνταμοιβὴ τῶν θεοσεβούμενων πράξεών του.
Ὁ Σατανισμὸς ἀποσκοπεῖ στὸν ἐξαγνισμὸ, ἤτοι τὴν δαιμονοποίησι τοῦ ἐαυτοῦ καὶ ἐν συνεχεία τῆς κοινωνίας ποὺ ὁ Κύριος ἔχει διαλέξει γι’ αὐτόν, μέσω τῆς ἐπιβολῆς καὶ τοῦ φόβου. Οἰαδήποτε ἄρνησι σημαίνει καὶ ἰκανοποίησι τῶν Σαδιστικῶν συναισθημάτων τοῦ Σατανιστοῦ, γιατὶ μονάχα ἡ καταστροφὴ τῶν ἀδυνάτων καὶ τῶν ἀρνητῶν Του, ποὺ σαπίζουν τὴν κοινωνία ἐκ τῶν ἔσω, μπορεῖ να φέρη ἀληθινὴ ἀγιοποίησι.
Ὁ Ἀποκρυφισμός, ἤτοι ἡ συνεύρεσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς ἀνώτερες ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς δυνάμεις ἐν εἴδει ἀνάγκης ὑπερβάσεως τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεώς του καὶ τῶν φυσικῶν νόμων τῆς ὕλης μέσω ἐκεινῶν, εἶναι ἔνα ἀδιάσπαστο σκέλος τοῦ Σατανιστικοῦ Δρόμου, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν πιὸ κατακριτέων ἐλευθεριακῶν καὶ ἄνομων ἐκφάνσεών του. Ἡ μαγεία ὑπάρχει καὶ εἶναι ἡ ἰκανότητα νὰ ἀλλάζουν τὰ μελλούμενα διὰ τῆς δυνάμεως τῆς θελήσεως τοῦ μάγου ἐφ ὅσον αὐτὴ συμπνέη μὲ τὴν θέλησι τῶν ἐξωκοσμικῶν ὀντοτήτων τῶν ὁποίων ἡ συνεργασία εἶναι ἀπαραίτητη. Ὅλοι οἱ μάγοι δὲν εἶναι Σατανιστές, ὅλοι οἱ Σατανιστὲς ὅμως εἶναι μάγοι, ἀσχέτως τῶν νεοτερίστικων, ὑλιστικῶν ἀθεϊστικῶν θεωριῶν ποὺ κυκλοφοροῦν πλέον στὸν ὑποτιθέμενο χῶρο τοῦ «Σατανισμοῦ».
...Δεν υπάρχει τίποτε το κοινό ανάμεσα στον προσωπικό Θεό των Χριστιανών, πού είναι Πατέρας, και στις περί Θεού αντιλήψεις της νέας κίνησης, στο «θεό μέσα μας». Στη «θετική σκέψη» τη θέση του Θεού παίρνει ο ίδιος ο άνθρωπος. Μέσα μας, λέγει ο Murphy, και οι οπαδοί του, βρίσκεται η απεριόριστη θεϊκή δύναμη. Ακόμη και αν γίνεται λόγος για τον Ιησού Χριστό ή χρησιμοποιούνται Γραφικά εδάφια, η «πίστη» δεν προσδιορίζει το περιεχόμενο του Χριστιανικού όρου. Η Χριστιανική πίστη έχει την αναφορά της στον Θεό, πού είναι πρόσωπο και ΟΧΙ κάποια απρόσωπη «Συμπαντική» Δύναμη. Δεν αναφέρεται στον εαυτό μας ούτε αποτελεί δύναμη «καθ' εαυτήν», πού δρα επειδή ο άνθρωπος «πιστεύει» σ' αυτήν. Αν ήταν έτσι, δεν θα επρόκειτο για πίστη στον Θεό, αλλά για δύναμη πού απευθύνεται «στον Θεό», με σκοπό να τον εξαναγκάσει να κάνει αυτό πού ο άνθρωπος «πιστεύει», ένα είδος «προγραμματισμού» του «Θεού», προσαρμοσμένου στην ανθρώπινη θέληση!
Αν ο άνθρωπος «θεραπεύεται», επειδή πιστεύει ότι η θεραπεία θα γίνει, η δύναμη βρίσκεται στη σκέψη του ανθρώπου. Τότε ο «Θεός» θα ήταν μόνο «βοηθητικό» μέσο για την ενίσχυση της σκέψης, ή, όπως παρατηρήθηκε από ξένο ερευνητή, «ένα ναρκωτικό πού δραστηριοποιεί λίγο πιο πολύ την πίστη μας αν όλα λειτουργούν με το νόμο της επιτυχίας, τότε ο Θεός περιττεύει και η Χάρη Του είναι χωρίς νόημα»! Ο χριστιανός δέχεται την πίστη όχι σαν αποτέλεσμα δικών του προσπαθειών, αλλά σαν δώρο Θεού, σαν καρπό του Αγίου Πνεύματος. Πιστεύει ακόμη πώς και η αληθινή χαρά και η ειρήνη είναι δώρα του Θεού, όχι αποτελέσματα κάποιων «τεχνικών» πού προσφέρονται με υψηλή αμοιβή στα διάφορα σεμινάρια των κινήσεων της «θετικής σκέψης» (πρβλ. Γαλ. ε' 22). Κάθε πιστός Χριστιανός δεν εμπιστεύεται στον εαυτό του, σε κάποιες «δυνάμεις μέσα του», αλλά αναμένει βοήθεια «από τα έξω». Ή πίστη του αναφέρεται στον Θεό, δεν είναι πίστη στην πίστη. Αυτό το βεβαιώνει η αγία Γραφή: «Έχετε πίστιν Θεού...!» (Μαρκ. ια' 22). Αύτη η πίστη είναι «ανοικτή» σε διόρθωση από τα έξω, όχι «από τα μέσα», όπως λόγου χάρη κηρύττει ο Jose Silva, πού μιλάει για νοησιαρχική «διόρθωση» και παρακινεί τούς οπαδούς του να διαλογιστούν απλώς τη λέξη: «άκυρον, άκυρον»!! Η δική μας πίστη δεν είναι «διαλογιστική», περιλαμβάνει και την τήρηση των εντολών του Θεού. Μ' αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται η σχέση υπακοής ανάμεσα στον άνθρωπο και στο αντικείμενο της πίστης του, δηλαδή στον πανάγαθο Θεό. Ο χριστιανός παρακινείται να αγωνίζεται για την πίστη, πού παραδόθηκε «άπαξ» στους αγίους (Ιούδα 3) όχι για την πίστη πού ταυτίζεται με τις δικές μας προσωπικές επιθυμίες. Η «πίστη» των ομάδων της «θετικής σκέψης» είναι είδος αυθυπoβoλής. Πιστεύεται πώς το αποτέλεσμα δεν εξαρτάται από τη Θεία Βούληση, αλλά από τη βεβαιότητα της «πίστης», από την ένταση με την οποία ασκείται η «θετική σκέψη».
Για τον Χριστιανό τα πάντα βρίσκονται στην κυριότητα του Θεού και Εκείνος μοιράζει τα χαρίσματά Του, σύμφωνα με τη Θεία Του βούληση (Α' Κορ. ιβ' Π. Έβρ. β' 4). Όμως η θετική σκέψη ή «πίστη» υπόσχεται: «Τα πάντα είναι δικά σας σεις οι ίδιοι είσθε οι δημιουργοί, αρκεί να σκεφθείτε δημιουργικά». Έτσι η Κυριότητα του Θεού παραδίδεται στη δύναμη της σκέψης, είτε θετική είναι, είτε αρνητική. Ό απόλυτος «κύριος» είναι πλέον η σκέψη ή η «πίστη» μας και ο «θεός» πρέπει να κάνει αυτό πού περιμένουμε από αυτόν, γιατί όσα πιστέψουμε ή σκεφθούμε, πρέπει να γίνουν πραγματικότητα με αυτόματες διαδικασίες δεν χρειάζεται προσωπική σχέση αγάπης με τον προσωπικό Θεό. Αυτή η «πίστη» μπορεί να ενισχυθεί από την «προσευχή» ισχυρίζεται ο Murphy. Αλλά και πάλι εδώ χρησιμοποιείται χριστιανικός όρος με άλλο περιεχόμενο. Οι «προσευχές» του Murphy, είναι στην πραγματικότητα «συζήτηση με τον εαυτό μας». Ό Murphy, λέγει: «Xριστιανοί, βουδιστές, μωαμεθανοί και ορθόδοξοι Ιουδαίοι εισακoύoνται με όμοιο τρόπο...Μόνο και μόνο επειδή πνευματικά και ψυχικά διαπερνώνται από την πεποίθηση ότι θα εισακουσθούν οι προσευχές τους... Βασικά το ότι μια προσευχή εισακούεται, δεν είναι τίποτε άλλο, από την πραγματοποίηση μερικών επιθυμιών της καρδιάς». Ο Murphy, κάνει μάλιστα λόγο για «επιστημονική προσευχή» και μ' αυτό τον όρο κατανοεί «την αρμονική σύμπραξη των συνειδητών και υποσυνείδητων πνευματικών δυνάμεων, πού χρησιμοπoιούνται για, την πραγμάτωση ορισμένου σκοπού, με την βοήθεια επιστημονικά ασφαλών μεθόδων» (Murphy, Das Ι ging Orakel, σ. 17.15).
Αν κανείς προσευχηθεί «σωστά», τότε τίθεται σε λειτουργία ένας παγκόσμιος νόμος και φέρνει αποτελέσματα, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς! Αύτη η αντίληψη κυριαρχεί και σε αμερικανικούς κύκλους νεoπεντηκοστιανών «ευαγγελιστών - θεραπευτών», πού ακολουθούν την κίνηση της λεγόμενης «θετικής ομολογίας». Έτσι ο Charles Capps, ηγετικό στέλεχος αυτής της τάσης, αναφέρει: «Δεν είναι απλά θεωρία, αλλά πραγματικότητα. Εδώ πρόκειται για πνευματικό νόμο. Λειτουργεί κάθε φορά, με την προϋπόθεση πώς θα σκεφθούμε σωστά. Τούς πνευματικούς νόμους τούς θέτει κανείς αμέσως σε κίνηση, μόλις εκφράσει τις λέξεις...τότε όλα όσα πει κανείς, θα συμβούν». Ο πάστορας Υonggi Choe, από την ίδια κίνηση, το διατυπώνει αυτό: «Με το λόγο πού εκφράζουμε, δημιουργούμε μόνοι μας τις συνθήκες» (D. Hunτ - Τ.Α. MCmahon, σ. 7). Εδώ υποστηρίζεται πώς ο ίδιος ο Θεός υπόκειται στους «πνευματικούς νόμους». Όμως αυτό αποτελεί τη βάση κάθε τελετουργικού στο σκηνικό της μαγείας και γενικότερα στον αποκρυφισμό. Δεν είναι η χάρη του Θεού πού ενεργεί, η όποια προϋποθέτει ταπείνωση από μέρους του ανθρώπου, πού καλείται να εκζήτηση το έλεος του Θεού. Ό Θεός μπορεί κατά την αντίληψη αυτή να εξαναγκασθεί από τούς «νόμους». Οι άνθρωποι της «θετικής ομολογίας» παραπέμπουν στην αγία Γραφή, παρακινούν τους πιστούς να προσεύχονται, να ζητούν από τον Θεό και τούς βεβαιώνει πώς αυτό πού ζητούν θα τούς δοθεί, αν έχουν πίστη, θα λάβουν όσα ζητούν στην προσευχή. Δεν παραλείπουν βέβαια να παραπέμπουν στην αγία Γραφή (Ματθ. Ζ' 7 και 22). Αλλά η προσευχή του χριστιανού δεν απευθύνεται στο υποσυνείδητο του, δεν ταυτίζεται με τη «σκέψη», αναφέρεται στο όνομα και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, γιατί αυτός είναι ο «δρόμος» (Ιω. ιδ' 6, Ματθ. ιστ' 24. ιη' 20). Ό Χριστός δεν βρίσκεται «μέσα μας», δεν είναι ο «εαυτός μας» σε «Χριστική κατάσταση». Πρέπει να τον καλέσουμε να έλθει (Αποκ. γ' 20). Η χριστιανική προσευχή όλα τα περιμένει από τον Θεό, ο οποίος δεν ταυτίζεται με τη «δύναμη της συνείδησης», αλλά έχει προσωπική υπόσταση.
Ο Θεός είναι ελεύθερος να ακούσει τις προσευχές μας ή και να μη τις εισακούσει. Εμείς τότε πρέπει να λέμε: «Γεννηθήτω το θέλημά σου» (Ματθ. στ. 10). Ό Κύριος μας αγαπά γι' αυτό και δεν ικανοποιεί ανόητες επιθυμίες, πού τυχόν θα του ζητήσουμε, οι οποίες εάν εισακούοντο θα οδηγούσαν στην καταστροφή. Οι χριστιανοί γνωρίζουμε πώς αυτά πού ζητάμε στην προσευχή πρέπει να είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και όχι σύμφωνα με την δική μας επιθυμία. Μόνο τότε μας ακούει ο Θεός και ανταποκρίνεται στα αιτήματα μας (Ίω. ε' 14-15). Ο χριστιανός ξεκινάει πάντοτε από την αγάπη προς τον Θεό, όχι από τον εαυτό του. Γι αυτό και παρακαλεί τον Θεό να του διδάξει Εκείνος πώς πρέπει να προσευχηθεί και τι πρέπει να ζητήσει στην προσευχή του. Ή προσευχή λοιπόν υπόκειται στη διόρθωση του Θεού. Η αγία Γραφή μας λέγει πώς ο πιστός προσεύχεται οδηγούμενος από το Άγιο Πνεύμα, όχι από τη δική του προσωπική θέληση (Ρωμ. η' 15). Ακόμη ο χριστιανός πρέπει να διαθέτει αγνή καρδιά, μόνο τότε μπορεί να απευθυνθεί στον Θεό με την προσευχή και να περιμένει το έλεος του Θεού. «Αγαπητοί, εάν η καρδιά μας δεν μας κατακρίνει, τότε έχομε το θάρρος να πλησιάσομε τον Θεό και παίρνομε από αυτόν ό,τι ζητάμε, διότι τηρούμε τας εντολάς του και κάνομε εκείνα πού είναι αρεστά. Και αυτή είναι η εντολή Του: Να πιστεύομε εις το όνομα του Υιού αυτού Ιησού Χριστού και να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, σύμφωνα με την εντολή πού μας έδωκε. Όποιος τηρεί τας εντολάς του μένει εν τω Θεώ και ο Θεός εν αυτώ» (Α' Ίω. γ' 21-24). Η αγάπη μας στο Χριστό αποτελεί προϋπόθεση της αγάπης του Θεού Πατέρα και προϋπόθεση για να εισακουσθούν οι προσευχές μας, πού γίνονται στο όνομα του Χριστού (Ίω. ιστ' 26-27).
Ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου
Στην μακρινή μας Ινδία διηγούνται ένα παραμύθι, απ’ αυτά που σου αφήνουν κάποιο χαμόγελο, γιατί έχουν ένα αναπάντεχα διδακτικό τέλος.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας αυτοκράτορας, που είχε διαλέξει σαν προσωπικό του σύμβουλο ένα πολύ σοφό γέροντα που όμως είχε ένα μεγάλο ελάττωμα, συνεχώς επαναλάμβανε, “ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου… ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου”…
Ο αυτοκράτορας όμως παρόλο που το “ελάττωμα” του σοφού τον εκνεύριζε, τον κρατούσε κοντά του γιατί οι συμβουλές και η σοφία του, τού ήταν πολύ χρήσιμα και γι΄ αυτό το λόγο, τον έπαιρνε πάντα μαζί του, ειδικά όταν απομακρυνόταν από το παλάτι.
Μια βροχερή μέρα, ο αυτοκράτορας αποφάσισε να καλλωπιστεί και αφού τον έπλυναν οι γυναίκες της αυλής, ζήτησε από τον κουρέα να τον ξυρίσει και να του κάνει μανικιούρ.
Την ώρα όμως που ο κουρέας του έκοβε τα νύχια, ακούστηκε ένας κεραυνός τόσο δυνατός που ο αυτοκράτορας και ο κουρέας τρόμαξαν τόσο πολύ που ο κουρέας έκοψε το μικρό δαχτυλάκι του αυτοκράτορα… Κραυγές, πόνου και θυμού κυρίευσαν τον αυτοκράτορα που έπεσε πάνω στον κουρέα με μεγάλη οργή: “Γρήγορα στην φυλακή, ανάξιε, έκοψες το δάχτυλο του αυτοκράτορα, θα σαπίσεις μέσα στην φυλακή για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής σου!” Τότε επενέβη ο σοφός γέρος και άρχισε πάλι να επαναλαμβάνει: “ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου…, ότι σου συμβαίνει είναι για το καλό σου”…
Ο αυτοκράτορας γεμάτος οργή, φώναξε: “Φτάνει πια, με αυτές τις ανοησίες, σε βαρέθηκα όλα αυτά τα χρόνια και εσύ στην φυλακή, έτσι θα μπορείς ν’ ακούς μόνος σου τις βλακείες σου μέχρι το τέλος της ζωής σου!”
Την επόμενη μέρα ο αυτοκράτορας, για να ξεθυμώσει και να χαλαρώσει, αποφάσισε να πάει κυνήγι στο δάσος, βέβαια μόνος του, μια και είχε φυλακίσει τον γέροντα σοφό που συνήθως τον ακολουθούσε παντού. Ενώ βρισκόταν στο δάσος, ξαφνικά τον περικύκλωσαν οι πολεμιστές-αιρετικοί της θεάς Κάλι, τον συνέλαβαν και ήταν πολύ ευτυχισμένοι που βρήκαν ένα θύμα για να το θυσιάσουν στην θεά τους. Ο αυτοκράτορας, φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε, αλλά τίποτα. Εκείνοι είχαν αποφασίσει να τον θυσιάσουν στη θεά Κάλι που ήταν η θεά του κακού και γιόρταζε εκείνη τη μέρα. Τον έντυσαν λοιπόν με το ειδικό ράσο, τον άλειψαν με το ιερό τους λάδι, τον έδεσαν στον βωμό και ενώ ο αρχηγός ήταν έτοιμος να του μπήξει το μαχαίρι στην καρδιά, είδε, με τρόμο, πως από το θύμα έλλειπε ένα μέλος- το μικρό του δαχτυλάκι, βρίζοντας και φτύνοντας τον έλυσε, γιατί δεν επιτρεπόταν να θυσιάσουν κάποιον που δεν ήταν αρτιμελής και έτσι τον άφησαν να φύγει…
Ακόμα ζαλισμένος, ο αυτοκράτορας γρήγορα έτρεξε στο παλάτι του και στο δρόμο κατάλαβε τι είχε γίνει,ο σοφός γέροντας είχε δίκιο και ευτυχώς που σε εκείνο το ατύχημα τού έκοψε ο κουρέας το δάχτυλο και έτσι σώθηκε η ζωή του. Τι σημασία είχε ένα δαχτυλάκι λιγότερο μπροστά στον κίνδυνο που είχε διατρέξει; Καλύτερα ζωντανός και με ένα δάχτυλο λιγότερο παρά νεκρός!
Φτάνοντας στο παλάτι ο αυτοκράτορας, πήγε αμέσως στις φυλακές και ελευθέρωσε τον κουρέα και μετά πήγε στον σοφό γέροντα, μπήκε στο κελί τον αγκάλιασε και του είπε: “Φίλε μου, συγχώρεσε με, για το κακό που σου έκανα, τι τυφλός που ήμουνα. Με συνέλαβαν οι αιρετικοί της θεάς Κάλι και ενώ ήταν έτοιμοι να με θυσιάσουν, είδαν πως μου έλειπε το μικρό μου δαχτυλάκι και με άφησαν να φύγω, είχες δίκιο φίλε μου, “ότι μας συμβαίνει είναι για το καλό μας!” Συγχώρεσε με φίλε μου, θα είσαι πάντοτε κοντά μου και όλο το βασίλειο σου ανήκει…
Αλλά τώρα πες μου σε παρακαλώ πολύ, εσύ, που σε έβαλα φυλακή, “που είναι το καλό που συνέβηκε σε σένα;” Με ηρεμία ο γέροντας κοίταξε τον αυτοκράτορα και του απάντησε: “Βλέπετε εξοχότατε, εάν δεν με είχατε φυλακίσει θα σας είχα συνοδέψει, όπως πάντα, στο κυνήγι σας στο δάσος και σε εμένα δεν λείπει κανένα δάχτυλο…! “Ότι μας συμβαίνει είναι για το καλό μας”.
ΠΗΓΗ: https://antikleidi.com/2015/03/26/oti-sou-sumbainei-einai-gia-to-kalo-sou/