(ΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ*)
Ὁ πάτερ Μαλαχίας, ἐδῶ καὶ καιρό, παρέμενε ἀνήσυχος γιὰ τὴν ὅλο καὶ σπανιότερη ἐπίσκεψη τῶν κατοίκων τῆς γειτονικῆς πόλης στὸ ὀρεινὸ μοναστήρι του. Ἔτσι μιὰ βροχερὴ μέρα καὶ μὲ πυκνὴ ὁμίχλη, πῆρε τὴν ἄδεια τοῦ ἡγούμενου γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ τὴν πόλη αὐτὴ καὶ νὰ δώσει ἔπειτα ἀναφορὰ γιὰ τὸ τί στὸ διάολο συμβαίνει καὶ πάψανε πιὰ οἱ κάτοικοι ἀπὸ ἐκεῖ νὰ πατᾶνε τὸ ποδάρι τους στὸ μοναστήρι. Ξεκινῶντας λοιπὸν γιὰ ἐκεῖ πέρα, μέσα στὴν περιέργεια, φτάνει στὴν πύλη τῆς πόλης. Ἐκεῖ μὲ τεράστια γράμματα διαβάζει μιὰ ταμπέλα ποὺ γράφει ''Ἔξω οἱ Ξένοι...Μέσα οἱ Σκλάβοι''. Καὶ σὲ ἕνα τεράστιο παλούκι ἀπὸ κάτω βλέπει καρφωμένο μέχρι τὰ σπλάχνα ἕνα κουνέλι. ''Ἔλα Παναγία μου'' λέει ὁ πάτερ καὶ σταυροκοπιέται. Προχωράει λίγα μέτρα πιὸ κάτω καὶ κάτι στρατιῶτες του κάνουν νόημα νὰ σταματήσει. ''Ποὺ πᾶτε κύριε ἔτσι ντυμένος''; Ρωτᾶνε τον πάτερ. ''Ἐπισκέπτης'' ἀπαντάει. ''Μπορῶ νὰ περάσω''; Ρωτάει. ''Ναὶ καὶ κάνε γρήγορα τοῦ λένε, πρὶν σὲ περάσουν καὶ σένα γιὰ σκλάβο καὶ σὲ βάλουν νὰ σκάβεις νεκρόλακκους μὲ κουτάλι'' του ἀπαντᾶνε, καθὼς τοῦ δείχνουν μιὰ ταμπέλα τοῦ ἐργοταξίου ποὺ γράφει ''Ἡ Ἐργασία Ἀπελευθερώνει'' σὰν ἐκείνη τοῦ Ἄουσβιτς. Πανικόβλητος ὁ πάτερ, ἀρχίζει νὰ ἀπομακρύνεται τρέχοντας καὶ φτάνει στὴν κατοικημένη πόλη.
Πρὶν προλάβει νὰ κάνει μερικὰ βήματα, ἀκούει πυροβολισμοὺς καὶ βλέπει ἕναν ἀγανακτισμένο νοικοκυραῖο μὲ καραμπίνα στὸ χέρι, ἔξω ἀπὸ τὸ ἀγρόκτημά του. ''Τί συνέβη κύριε''; Ρωτᾶ ὁ πάτερ. Καὶ ἀπαντάει ὁ νοικοκυραῖος: ''Τίποτα τὸ σπουδαῖο. Ὁ μαλάκας ὁ γείτονας ἦταν πάλι ποὺ προσπάθησε νὰ μοῦ κλέψει πορτοκάλια καὶ πάλι μοῦ τὴ γλύτωσε. Τὴν ἑπόμενη φορὰ ὅμως ὄχι. Εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ ἀγοράσω ὀπλοπολυβόλο γιατί μὲ μία μόνο σφαῖρα δὲν γίνεται δουλειά. Μέχρι νὰ ξαναγεμίσω τὴν καραμπίνα, ἐκεῖνος προλαβαίνει καὶ φεύγει. Φύγε τώρα καὶ ἐσύ, εὐθεῖα ὅμως χωρὶς νὰ στρίψεις πουθενά, γιὰ νὰ μὴν σὲ περάσει γιὰ κλέφτη κάποιος ἄλλος γείτονας καὶ σὲ πυροβολήσει ἢ ἀκόμη χειρότερα νὰ σὲ φάει γιὰ βραδινό, γιατί ἔχουμε καὶ κάποιους αἱμομίκτες κανίβαλους στὴ γειτονιὰ ποὺ δὲν χορταίνουν μὲ τίποτα''. Ἀποχωρεῖ ἔκπληκτος ὁ πάτερ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ συμβὰν καὶ ἀναρωτιέται τί κάνει ἡ ἀστυνομία μὲ ὅλα αὐτά, λὲς καὶ δὲν ὑπάρχουν νόμοι τῆς πολιτείας. Καὶ ἡ ἀπορία του λύνεται λίγα μέτρα παρακάτω, φτάνοντας στὴν πλατεῖα τῆς πόλης.
Ἕνα αὐτοκίνητο χτυπάει μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα ἕναν περαστικὸ καὶ ὁ ὁδηγὸς συνεχίζει τὴν πορεία του ἀμέριμνος χωρὶς νὰ σταματήσει. Τὸ θῦμα ἐκσφενδονίζεται σὲ ἕνα διπλανὸ πεζοδρόμιο καὶ οἱ περαστικοὶ συνεχίζουν νὰ περπατᾶνε ἀδιάφοροι. Μάλιστα ἕνας ἀπὸ αὐτούς, σκύβει κάτω καὶ κλέβει τὸ πορτοφόλι τοῦ θύματος. Κανεὶς δὲν τὸν σταματάει. Ἀγανακτισμένος ὁ πάτερ ρωτάει ἕναν περιπτερὰ ἐκεῖ πέρα ποὺ εἶναι ἡ ἀστυνομία. ''Σὲ ἕνα λεπτὸ ἔρχεται'' τοῦ ἀπαντάει ὁ περιπτεράς. Καὶ πράγματι, φτάνει ἕνα περιπολικὸ μέσα σὲ 30 δευτερόλεπτα παρακαλῶ καὶ ὁ πάτερ ἀνακουφίζεται γιὰ τὴν ταχύτατη ἀνταπόκριση τῶν ἀστυνομικῶν ἀρχῶν. Νὰ ποὺ ὑπάρχει τελικὰ ἐλπίδα ἀλλαγῆς σὲ ἐτούτη τὴν πόλη σκέφτηκε ὁ πάτερ. Κατεβαίνουν δυὸ ἀστυνομικοὶ καὶ μὲ κλωτσιὲς πετᾶνε τὸ θῦμα (ζωντανὸ ποιός ξέρει ἄραγε;) μέσα στὸ διπλανὸ φρεάτιο καὶ καθαρίζουν ἀπὸ τὰ αἵματα τὸ πεζοδρόμιο. Πρὶν προλάβει νὰ ρωτήσει ὁ πάτερ τὸν περιπτερὰ γιὰ τὸ τί συμβαίνει, ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: ''Βρώμιζε τὸ χῶρο κύριε καὶ ἐμπόδιζε τοὺς περαστικοὺς νὰ περάσουν. Τί ἄλλο θέλατε νὰ γίνει δηλαδή;''.
Ἐξαγριωμένος ὁ πάτερ ἀποφασίζει νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν εἰσαγγελέα τῆς πόλης. Δὲν πρόκειται νὰ ἀφήσει νὰ προσβάλλεται σὲ αὐτὴ τὴν πόλη ἡ Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ μισάνθρωπους. Ὡς ἐδῶ. Φτάνει πιά. Μπαίνοντας στὸ γραφεῖο του, ὁ εἰσαγγελέας του κάνει νεῦμα γιὰ νὰ καθίσει ἐπειδὴ χτυποῦσε τὸ τηλέφωνο. ''Παρακαλῶ''; Ἀπαντάει ἔχοντας ξεχασμένη τὴν ἀνοιχτῇ ἀκρόαση. Ἀκούγεται μιὰ βραχνιασμένη σὰν ἀπὸ βόθρο φωνὴ νὰ λέει: ''Ψόφησε καλὰ ἡ γυναῖκα σου ἀπὸ τὸν καρκίνο γαμιόλη''; Καὶ ἀτάραχος ὁ εἰσαγγελέας ἀπαντάει: ''Ναὶ ρὲ μαλάκα καὶ σαπίζει τὸ πτῶμα της μέχρι τὸ μεδούλι πέντε χρόνια τώρα'', κλείνοντας τὸ τηλέφωνο σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτα καὶ λέει στὸν ἐμβρόντητο πάτερ: ''Πάλι οἱ μαλάκες φίλοι τοῦ σοδομίτη γιοῦ μοῦ ἦταν ποὺ κάνουν φάρσες. Συγνώμη γιὰ τὴν ἀναστάτωση. Τί θέλετε κύριε''; Ρωτάει ὁ εἰσαγγελέας μὲ περιφρονητικὸ γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ πάτερ ὕφος. Τοῦ περιγράφει ὁ πάτερ Μαλαχίας τὸ συμβὰν τῆς πλατείας καὶ περιμένει ἐξηγήσεις. Καὶ τοῦ ἀπαντᾶ ὁ εἰσαγγελέας: ''Καὶ ποιός εἶσαι ἐσὺ ρὲ πάτερ μαλακία ποὺ θὰ μοῦ ὑποδείξεις πὼς νὰ κάνω τὴ δουλειά μου; Δηλαδή, τί ἤθελες, νὰ ἀφήσω τὸ θῦμα μέσα στὰ αἵματα νὰ παρεμποδίζει τὴ διέλευση τῶν πεζῶν καὶ νὰ προσβάλει τὴν αἰσθητικὴ τῆς πόλης στοὺς τουρίστες ποὺ μᾶς ἐπισκέπτονται ἀφήνοντας τόσο χρῆμα; Ἢ περιμένεις ὅτι θὰ μᾶς ἔρθει αὐτὸ μὲ προσευχὲς καὶ μὲ τὰ κομποσκοίνια ποὺ πουλᾶς στὸ μοναστήρι σου; Ἄντε τράβα τώρα πίσω σὲ ἐκεῖνο καὶ τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ θὰ ἐπισκεφτεῖς τὴν πόλη μας, ξυρίσου πρῶτα γιὰ νὰ μὴν μοιάζεις μὲ ἑβραῖο γιδοβοσκὸ τῆς ἐρήμου. Ἐδῶ εἴμαστε πολιτισμένοι ἄνθρωποι''.
Ἀπελπισμένος πιὰ ὁ πάτερ γιὰ τὸ κατάντημα τῆς πόλης, τρέφει τὴν τελευταία του ἐλπίδα σωτηρίας στοὺς ἱερωμένους ποὺ ἔχει. Δὲν μπορεῖ, ὅλο καὶ κάποιοι πεφωτισμένοι παπᾶδες θὰ ὑπάρχουν γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τὸ ποίμνιο καὶ πάλι πίσω στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ περιφέρεται μὲ τὶς ὧρες στὰ σοκάκια τῆς πόλεως ψάχνοντας νὰ βρεῖ ἐκκλησία, τελικὰ βρίσκει ἕναν καλοντυμένο περαστικὸ ποὺ ἔρχεται πρὸς τὸ μέρος του. Δὲν μπορεῖ λέει ὁ πάτερ, αὐτὸς φαίνεται γιὰ νοικοκυραῖος καὶ σίγουρα θὰ πηγαίνει ἐκκλησία. Ὁ περαστικὸς σηκώνει τὸ χέρι καὶ κάνει νόημα νὰ σταματήσει ὁ πάτερ πέντε μέτρα μακρυά του. ''Δὲν θέλω τὰ βρομερά σου χνῶτα νὰ κολλήσουν πάνω στὸ κουστούμι μου. Πάω νὰ πηδήξω την ἀνιψιά μου καὶ σιχαίνεται τοὺς βρωμιάρηδες. Χώρια ποὺ δὲν θέλει νὰ λερώσει τὰ χέρια της καὶ ἡ γυναῖκα μου ποὺ θὰ μᾶς ξεντύσει πρὶν μᾶς πάρει μάτι. Λέγε τί θέλεις γιατί βιάζομαι''. Σοκαρισμένος ὁ πάτερ Μαλαχίας ρωτάει, διστακτικὰ παρ' ὅλο αὐτά, ποὺ ὑπάρχει ἐκκλησία ἐδῶ κοντά, γιατί τόση ὥρα περπατάει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ οὔτε μία. ''Ρωτᾶς ποὺ εἶναι ἡ μία καὶ μόνο ποὺ μᾶς ἀπέμεινε, γιατί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες γίνανε μπουρδέλα καὶ οἱ παπᾶδες τους νταβατζῆδες. Πάρε ὅλο εὐθεῖα τὸν δεύτερο δρόμο ποὺ θὰ συναντήσεις στὰ ἀριστερά σου καὶ θὰ τὴ βρεῖς στὰ 500 μέτρα'', τοῦ ἀπαντάει ὁ περαστικὸς καὶ φεύγει βιαστικὸς στὸ ραντεβοῦ του.
Ὁπλισμένος μὲ πνευματικὸ θάρρος ὁ πάτερ, φτάνει τελικὰ καὶ συναντάει μιὰ ἐγκαταλειμμένη ἐκκλησία μέσα στὴν ἐρημιά. Ἕνας γερόλυκος παπᾶς, ὁ μοναδικὸς ἐρημίτης ποὺ ἀπέμεινε ἐκεῖ πέρα, τὸν ὑποδέχεται μὲ καταθλιπτικὸ ὕφος καὶ τὸν ξεπροβοδίζει στὴν μισογκρεμισμένη ἐκκλησία. ''Ποῦ πᾶμε''; Ρωτάει ὁ πάτερ ποὺ δὲν πρόλαβε κἂν νὰ συστηθεῖ στὸν παπᾶ ποὺ τοῦ ἀπαντάει: ''Βιάσου ἀδελφὲ καὶ πᾶμε νὰ προσευχηθοῦμε. Ὅλη μέρα σὲ περίμενα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ σὲ εἶδα στὸν ὕπνο μου χθὲς τὴ νύχτα''Καὶ κατεβαίνουν οἱ δυό τους μέσα σὲ μιὰ κατακόμβη, μὲ σαπισμένα πτώματα παπάδων τριγύρω ἀπὸ μιὰ μουχλιασμένη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ποὺ κρεμότανε στὸν τοῖχο. ''Τί θὰ κάνουμε ἐδῶ πέρα. Τρελὸς εἶσαι;'' ρωτάει ὁ πάτερ. Καὶ ὁ παπᾶς ἀπαντάει: ''Μόνος μου θὰ τελέσω τὴν κυριακάτικη λειτουργία ἀδελφέ μου; Τοὐλάχιστον ἂς εἴμαστε δυὸ οἱ ζωντανοὶ αὐτὴ τὴ φορά''. Καὶ ἔκπληκτος ρωτάει ὁ πάτερ γιατί δὲν θάβει τὰ πτώματα ὁ παπᾶς. Καὶ ἐκεῖνος ἀπαντάει λυπημένα: ''Καὶ τί ἤθελες δηλαδή, τόσα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ πέθαναν νὰ μὴν λειτουργῶ στὴν ἐκκλησία μου, μέχρι νὰ ἔρθει κάποιος σὰν καὶ ἐσένα ἐδῶ πέρα; Τί θὰ πεῖ ὁ Κύριος; Δὲν τὸ σκέφτηκες καθόλου'';
Βαθύτατα ἀπογοητευμένος πιὰ ὁ πάτερ Μαλαχίας μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἄκουσε ἀπὸ τὸν σαλεμένο παπᾶ καὶ μὲ τὴ βροχὴ ὅλο καὶ περισσότερο νὰ δυναμώνει πέφτοντας ἀπὸ τὸν κατακόκκινο ἀπ' τὴν αἰθαλομίχλη οὐρανό, ἐπισκέπτεται ἕνα πανδοχεῖο τῆς πόλης πρὶν τὴν ἐγκαταλείψει ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα τὴν ἑπόμενη μέρα. Παραγγέλνει καὶ ἕνα μπουκάλι οὐίσκι, μπὰς καὶ ξεχάσει τὰ ὅσα ἔζησε μέσα σὲ μιὰ μέρα. Εἶχε 20 χρόνια νὰ πιεῖ ἀλκοὸλ πρὶν μονάσει καὶ σήμερα ἀποφάσισε νὰ κάνει μιὰ ἐξαίρεση. Τὸ σηκώνανε καὶ οἱ περιστάσεις ὅπως βλέπετε. Ξεκινάει νὰ πίνει φτιάχνοντας ἕνα πὰζλ ποὺ βρῆκε ξεχασμένο μέσα σὲ μιὰ ντουλάπα τοῦ δωματίου. Κάπως πρέπει νὰ περάσει ἡ ὥρα μέχρι νὰ νυστάξει. Καθὼς τὸ συναρμολογεῖ σιγά-σιγά, φτάνει στὰ τελευταῖα τέσσερα κομμάτια καὶ ἔκπληκτος διαπιστώνει ὅτι ἡ μέχρι τώρα εἰκόνα του ἀναπαριστᾶ τὸ δωμάτιο στὸ ὁποῖο βρίσκεται! Μὲ τρεμάμενα χέρια τοποθετεῖ τὰ τελευταῖα κομμάτια καὶ τί νὰ δεῖ: Ἡ εἰκόνα συμπληρώνεται δείχνοντας τὸν ἴδιο νὰ κάθεται σὲ αὐτὸ τὸ τραπέζι καὶ ἕνας δαίμονας ἀπὸ πίσω νὰ κρατᾶ μιὰ θηλιὰ ἑνὸς σκοινιοῦ ἕτοιμη νὰ τὴν περάσει στὸν λαιμὸ τοῦ ἀπεικονιζόμενου πάτερ. Τρομαγμένος ὁ Μαλαχίας πετάγεται ἀπὸ τὴν καρέκλα καὶ κοιτάζει γύρω του. Καὶ μετὰ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του, γιὰ νὰ δεῖ ὅτι κρέμεται ἕνα σκοινὶ δεμένο στὸ πολύφωτο. Λίγο ἡ ἔνταση τῆς ἡμέρας, λίγο τὸ ποτὸ καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν μελαγχολία ποὺ τοῦ προκάλεσε ἡ κατάντια τοῦ κόσμου γύρω του, δὲν τὸ σκέφτηκε καὶ πολὺ καὶ κρεμάστηκε ἐπὶ τόπου!Ἀπ' ὅτι ἔμαθε ὁ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ἔπειτα, τὸ πτῶμα του πάτερ Μαλαχία παρέμεινε μιὰ γιὰ πάντα σὲ ἐκεῖνο τὸ δωμάτιο χωρὶς νὰ ἐνδιαφερθεῖ κανένας νὰ τὸ πάρει ἀπὸ ἐκεῖ καθαρίζοντας καὶ τὸ δωμάτιο. Οὔτε ὁ ἡγούμενος ἀποφάσισε νὰ τὸ πάρει ἀπὸ ἐκεῖ, φοβούμενος τὴν ἴδια κατάληξη μὲ τὸν πάτερ. Καὶ ἔτσι συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ χωρὶς ποτὲ νὰ ἀναφέρει ἐκείνη τὴν πόλη στοὺς ἐπισκέπτες τοῦ μοναστηριοῦ του. Καὶ ἡ ζωὴ συνεχίζεται...Αμήν!
*το διήγημα αυτό αποτελεί προϊόν φαντασίας του συντάκτη ‘’Κατσικοπόδαρου’’ και έτσι η οποιαδήποτε ταύτισή του με κάποιο πραγματικό συμβάν αποτελεί συμπτωματικό γεγονός και μόνο.
ΣΙΩΠΗ
(μύθος)
Άκουσε, είπε ο Δαίμων ακουμπώντας το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου. Η χώρα που σου αναφέρω είν’ ένας τόπος θλιβερός, στη Λιβύη, στις όχθες του ποταμού Ζαίρ εκεί δεν υπάρχει ούτε ησυχία, ούτε σιωπή.
Τα νερά του ποταμού έχουν ένα χρώμα θειαφί κι αρρωστημένο και δεν κυλούν κατά τη θάλασσα, μόνο αναταράζονται στον αιώνα των άπαντα, κάτω από το κόκκινο μάτι του ήλιου, με μια κίνηση βουερή και σπασμωδική. Κι από τις δυο πλευρές της λασπιασμένης κοίτης του ποταμού, απλώνεται για πολλά μίλια μια κίτρινη έρημος από γιγάντια νούφαρα. Αναστενάζουν το ένα στο άλλο μέσα σ’ αυτή τη μοναξιά και τεντώνουν προς τον ουρανό τους ψηλούς και φρικαλέους λαιμούς τους, και κουνούνε δώθε κείθε τις αιώνιες κεφαλές τους. Κι εν’ απροσδιόριστο ψιθύρισμα βγαίνει από μέσα τους, σα να κυλούνε υποχθόνια νερά. Κι αναστενάζουν το ένα στο άλλο.
Μα υπάρχουν σύνορα στο βασίλειό τους- τα σύνορα του σκοτεινού, φρικτού και ψηλόκορφου δάσους. Εκεί, όπως τα κύματα γύρω στις Εβρίδες, οι θάμνοι αναταράζονται αδιάκοπα. Και όμως καμμιά πνοή ανέμου δε φυσά. Και τα ψηλά πανάρχαια δέντρα κουνούν αιώνια δώθε κείθε μ’ έναν πελώριο και καταθλιπτικό αχό. Κι από τις ψηλές κορφές τους πέφτουν αιώνια, μια μια, σταλαγματιές δροσιάς. Και στις ρίζες τους, φαρμακερά λουλούδια αναδεύονται μες στον ανήσυχο ύπνο τους. Και ψηλά, μ’ ένα δυνατό θρόϊσμα, τα γκρίζα σύννεφα τρέχουν ορμητικά, αιώνια προς τη δύση, ώσπου κυλούσε ίδιος καταρράχτης πάνω από το φλογισμένο τοίχο του ορίζοντα. Αλλά καμμιά πνοή ανέμου δε φυσά. Και στις όχθες του ποταμού Ζαϊρ δεν υπάρχει ούτε ησυχία ούτε σιωπή..
» Ηταν νύχτα κι έβρεχε, και η βροχή, όσο έπεφτε, ήταν βροχή, μα όταν πια έπεφτε, ήταν αίμα. Κι εγώ στεκόμουνα στο βάλτο, ανάμεσα στα ψηλά νούφαρα, κι η βροχή έπεφτε πάνω στο κεφάλι μου- και τα νούφαρα αναστέναζαν το ένα στο άλλο, επιβλητικά κι επίσημα μες στην απελπισία τους.
Και ξαφνικά, το φεγγάρι ανάτειλε μεσ’ από την ανάρια και χλωμή καταχνιά, και το χρώμα του ήτανε κατακόκκινο. Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στον πελώριο γκρίζο βράχο που ορθωνότανε πλάϊ στην όχθη του ποταμού, και που τον φώτιζε το φως του φεγγαριού. Κι ο βράχος ήταν γκρίζος, φαντασματικός και ψηλός- κι ήτανε γκρίζος ο βράχος.
Στο μπροστινό του μέρος ήταν σκαλισμένα γράμματα κι εγώ προχώρησα μεσ’ από το βάλτο με τα νούφαρα, ώσπου έφτασα κοντά στην ακροποταμιά, για να μπορέσω να διαβάσω τα γράμματα. Μα δεν μπόρεσα να τα ξεδιαλύνω. Ετοιμαζόμουν να γυρίσω πίσω στο βάλτο, όταν το φεγγάρι έλαμψε πιο κόκκινο ακόμα, και γύρισα και ξανακοίταξα το βράχο και τα γράμματα- και τα γράμματα έλεγαν: ΕΡΗΜΩΣΗ.
Κι ο άνθρωπος κάθισε πάνω στο βράχο, έγειρε το κεφάλι του πάνω στο χέρι του, κι αγνάνταψε την ερήμωση. Κοίταξε κάτω τους ταραγμένους θάμνους και ψηλά τα θεόρατα πανάρχαια δέντρα, κι ακόμα πιο ψηλά τον ουρανό που θρόϊζε και το κατακόκκινο φεγγάρι. Κι εγώ ήμουν κρυμμένος μες τα νούφαρα και παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος έτρεμε μέσα στη μοναξιά- μα η νύχτα προχωρούσε, κι αυτός καθότανε πάνω στο βράχο.
Κι ο άνθρωπος αποτράβηξε τα μάτια του από τον ουρανό και κοίταξε το θλιβερό ποτάμι, το Ζαϊρ, και τ’ αρρωστημένα κίτρινα νερά και το χλωμό πλήθος των νουφάρων. Κι ο άνθρωπος αφουγκράστηκε τους αναστεναγμούς των νουφάρων και το ψιθύρισμα που ανάδιναν. Κι εγώ, καλά κρυμμένος, παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. Μα η νύχτα προχωρούσε κι αυτός καθότανε πάνω στο βράχο.
Τότε προχώρησα πιο βαθιά μέσα στο βάλτο, κι ακόμα πιο βαθιά τσαλαβουτώντας μέσα στην ερημιά των νουφάρων, και κάλεσα τους ιπποπόταμους, που κατοικούν ανάμεσα στις φτέρες, στ’ απόμερα του βάλτου. Κι οι ιπποπόταμοι άκουσαν τη φωνή μου και ήρθαν, μαζί με το βεχεμώθ, στα πόδια του βράχου, και βρυχήθηκαν δυνατά και τρομαχτικά κάτω απ’ το φεγγάρι,. Κι εγώ καθόμουνα κρυμμένος και παρατηρούσα τις πράξεις του ανθρώπου. Κι ο άνθρωπος έτρεμε στη μοναξιά- μα η νύχτα προχωρούσε κι αυτός καθότανε πάνω στο βράχο.
Τότε θύμωσα και καταράστηκα, με την κατάρα της σιωπής, το ποτάμι και τα νούφαρα, και τον άνεμο και το δάσος, και τον ουρανό και τη βροντή, και τους αναστεναγμούς των νουφάρων. Και η κατάρα μου έπιασε, και σώπασαν. Και το φεγγάρι σταμάτησε ν’ ανεβαίνει το μονοπάτι του στον ουρανό…και η βροντή έσβησε στo απόμακρο… κι η αστραπή δεν άστραψε… και τα σύννεφα κρέμονταν ακίνητα… και τα νερά κατακάθισαν και γαλήνεψαν… και τα δέντρα έπαψαν να σαλεύουν… και τα νούφαρα δεν αναστέναζαν πια- και το ψιθύρισμα τους δεν ακουγότανε, ούτε καν ως κι ο ίσκιος κάποιου ήχου πέρα ως πέρα στον απέραντο ερημότοπο. Και κοίταξα τα γράμματα πάνω στο βράχο, και είχαν αλλάξει. Και τα γράμματα έλεγαν: ΣΙΩΠΗ.
Και τα μάτια μου έπεσαν πάνω στην όψη του ανθρώπου, και η όψη του ήταν χλωμή από τον τρόμο. Και βιαστικά σήκωσε το κεφάλι του από το χέρι του και στάθηκε στην άκρη του βράχου και αφουγκράστηκε. Αλλά καμμιά φωνή δεν ακουγότανε σ’ ολόκληρη την απέραντη ερημιά- και τα γράμματα πάνω στο βράχο έλεγαν: σιωπή. Κι ο άνθρωπος αναρίγησε, απόστρεψε το πρόσωπό του κι έφυγε βιαστικά, μακριά, έτσι που τον έχασα από τα μάτια μου.»